- ὠδοντισμένον
- ὀδοντίζωpolish with a toothperf part mp masc acc sgὀδοντίζωpolish with a toothperf part mp neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οδοντίζω — ὀδοντίζω (Α) [οδούς] γυαλίζω, στιλβώνω κάτι με τη χρήση δοντιού, δηλαδή σκληρού και λείου οστού 2. (το παθ.) ὀδοντίζομαι (σχετικά με μηχάνημα) εφοδιάζομαι με δόντια («ἔτσι δὲ τὸ τύμπανον κυκλοτερές κατασκεύασμα ὠδοντισμένον», Ορειβ.) … Dictionary of Greek